κληρίον

κληρίον
κληρίον, τὸ (Α) [κλήρος]
(υποκορ. τού κλήρος) μικρή κληρονομιά, μικρό κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κληρίον — bonds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήριον — κλήριος masc/fem acc sg κλήριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρία — κληρίον bonds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάρια — Προσωνυμία της Άρτεμης, που λατρευόταν μαζί με τον Κλάριο Απόλλωνα στη μικρή πόλη της Ιωνίας, Κλάρο. Η Κ. Άρτεμη απεικονίζεται συνήθως μαζί με τον Απόλλωνα σε νομίσματα της Κολοφώνας του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. και μοιάζει με την Εφέσια. * * *… …   Dictionary of Greek

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”